- χωματουργία
- η1. το μέρος της δομικής που εξετάζει τον τρόπο της εκτέλεσης χωματισμών.2. εκτέλεση χωματουργικών έργων.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χωματουργία — η, Ν [χωματουργός] χωματισμός … Dictionary of Greek
χωματισμός — ο, ΝΑ [χωματίζω] η ενέργεια τού χωματίζω νεοελλ. συν. στον πληθ. οι χωματισμοί η εκτέλεση και το σύνολο τών εργασιών εκσκαφής, αναμόχλευσης, μετατόπισης και συσσώρευσης χωμάτων εν όψει τής κατασκευής ενός τεχνικού έργου, αλλ. χωματουργία αρχ.… … Dictionary of Greek
χωματουργικός — ή, ό, Ν [χωματουργός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χωματουργία, στους χωματισμούς (α. «χωματουργικά έργα» β. «χωματουργικά μηχανήματα») … Dictionary of Greek
χωματουργικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χωματουργία ή στο χωματουργό: Κάνει χωματουργικά έργα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)